πυκνοδεντριά

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

και πυκνοδενδριά, η / πυκνοδενδρία, ΝΜ
τόπος πυκνά καλυμμένος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + δέντρο(ν) + κατάλ. -ιά].