πυκνοκέντητος

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει πολλά κεντήματα, ποικίλματα, πυκνοκεντημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κεντητός (< κεντῶ)].