πυκνόπυργος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για πόληχώρα) αυτός που έχει πολλούς πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πύργος.