πυριτόλιθος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος.