πυρομανία

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. ψυχαναγκαστική παρόρμηση που παρωθεί ορισμένα άτομα να προκαλούν πυρκαγιές και έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γνήσιας ιδεοληψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].