τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
ο, Ν(πετρογρ.) ο πυριτόλιθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].