πόση
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
Greek Monolingual
η / πόσις, -εως, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πίνω, το να πίνει κανείς νερό, κρασί ή οτιδήποτε άλλο υγρό («εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων Σου», ΚΔ.)
αρχ.
το να πίνει κανείς σε γιορτές ή συγκεντρώσεις, το συμπόσιο («ὑπὸ γὰρ τοῦ περιχαροῦς τῆς νίκης πρὸς πόσιν τετράφθαι τοὺς πολλοὺς ἐν τῇ ἑορτῇ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -σις].