πῆδος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, od. ἡ, angeblich eine Baumart, s. Vor.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
μεγάλο πήδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηδώ].
(II)
ὁ, Α
βλ. πηδός.