ρία
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
η, Ν
(γεωμορφ.) χοανοειδούς σχήματος ποταμόκολπος που σχηματίζεται στην εκβολή ενός ποταμού λόγω καταβύθισης του κατώτερου τμήματος της ποτάμιας κοιλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. ria < rio «ποταμός»].