ραπτός

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραφτός, -ή, -ό, Ν ῥάπτω/ ράβω]
ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)