ρεζιλεύω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
Ν ρεζίλι
1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τον καταντροπιάζω
2. διαπομπεύω.
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Ν ρεζίλι
1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τον καταντροπιάζω
2. διαπομπεύω.