ρετσίνα
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. η ρητίνη
2. συνεκδ. ελληνικό κρασί που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Ελλάδα από γλεύκος διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται κατά την έναρξη της ζύμωσης 2%-3% ρετσίνι πεύκων για τη δημιουργία της ιδιαίτερης γεύσης του («ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. λατ. resina (βλ. και λ. ῥητίνη)].
(II)
η, Ν
είδος βαμβακερού υφάσματος κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ύφασμα ονομάστηκε έτσι από τον υφαντουργό εργοστασιάρχη Θ. Ρετσίνα, που το πρωτοκατασκεύασε].