Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχοφυής].