ριζόκαρπος

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για φυτό) αυτός που βγάζει καρπούς κοντά στη ρίζα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizocarpous (< ρίζα + καρπός)].