Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόπυγος

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ροδοκόκκινο πισινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πυγος (< πυγή), πρβλ. μελάμπυγος, πλατύπυγος].