ροδόπυγος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ροδοκόκκινο πισινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πυγος (< πυγή), πρβλ. μελάμπυγος, πλατύπυγος].