ρουχαλάκι

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

το, Ν ρούχο
1. μικρό ρούχο, μικρό ένδυμα («τα ρουχαλάκια του μωρού»)
2. φτωχικό ή αγαπημένο ένδυμα.