ροχάλα

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

και ρουχάλα, η, Ν
απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλα)].