Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφάλα

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλα, μπουκάλα].