τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
η
1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλα, μπουκάλα].