σάκι

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. της γλώσσας Τούπι].