σάρπα

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. εσάρπα.
(II)
και σάρπη, η, Ν
βλ. σάλπη.