σαββατιάτικος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την ημέρα του Σαββάτου.
επίρρ...
σαββατιάτικα Ν
κατά την ημέρα του Σαββάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χριστουγεννιάτικος)].