σαλαμάστρα

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πλέγμα από σχοινιά που χρησιμοποιείται στα πλοία, η πλεκτάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salmastra].