σαλπιγκτήρ

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
σαλπιγκτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπιγγ-) + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].