σαραντάρης

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαραντάρα και σαραντάρισσα, Ν
άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, σαράντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. τριαντάρης)].