παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(I)-άω, Α σάρξ, σαρκός](κατά τον Ησύχ.)1. σαρκάζω2. (η μτχ. ενεργενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II)-όω, ΜΑβλ. σαρκώνω.