ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
ο, Ν σβένω
1. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει την φωτιά
2. (για πράγμ.) αυτός με την βοήθεια του οποίου σβήνεται κάτι, σβεστήρας.