σεισμόμετρο
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
το, Ν
όργανο, ανάλογο με τον σεισμογράφο, με το οποίο γίνεται αυτόματη καταγραφή και μέτρηση τών κινήσεων του εδάφους οι οποίες προκαλούνται από φυσικές ή ανθρωπογενείς διαταράξεις του φλοιού της Γης, όπως είναι λ.χ. οι σεισμοί και οι εκρήξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismometer (< σεισμός + μέτρο)].