σεξουαλικότητα

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

η, Ν σεξουαλικός
όρος ο οποίος προσδιορίζει το σύμπλεγμα τών ορμών, επιθυμιών, συνηθειών και πράξεων που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή ενός οργανισμού.