σερβιτόρος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν
1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι
2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. servitore (< λατ. servio «υπηρετώ»)].