σεσκιοξείδιο

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα σεσκιοξείδια
χημ. κατηγορία μεταλλοξειδίων στα οποία η αναλογία μετάλλου-οξυγόνου είναι ίση με 2:3.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sesqui-oxide (< λατ. sesqui «ενάμισης» + οξείδιο)].