σιγαλιά

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

η, Ν σιγαλός
(ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας) ησυχία, ηρεμία, έλλειψη κάθε είδους θορύβου («νά 'χες τη δύναμη ν' ακούς τών ουρανών τη σιγαλιά», Κ. Βάρναλης)
2. νηνεμία, άπνοια.