σιντριβάνι
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Greek Monolingual
και εσφ. τ. συντριβάνι, το, Ν
τεχνητός πίδακας νερού που κατασκευάζεται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. șadirvan].