σιτίδιον

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρόφιμα, προμήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρίδιον)].