σκάκι

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το, Ν
επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο άτομα που παίζεται πάνω σε ειδικό πίνακα, τη σκακιέρα, με ειδικά σχεδιασμένους πεσσούς, τα πιόνια, αλλ. ζατρίκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scacco].