σκακιέρα
From LSJ
η, Ν
1. ειδικός πίνακας, τετράγωνο αβάκιο, χωρισμένο σε 64 μικρά τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ λευκά και μαύρα, πάνω στα οποία τοποθετούνται οι πεσσοί με τους οποίους παίζεται το σκάκι
2. μτφ. στίβος ανταγωνισμού και διαπάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scacchiera].