σκακιέρα

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η, Ν
1. ειδικός πίνακας, τετράγωνο αβάκιο, χωρισμένο σε 64 μικρά τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ λευκά και μαύρα, πάνω στα οποία τοποθετούνται οι πεσσοί με τους οποίους παίζεται το σκάκι
2. μτφ. στίβος ανταγωνισμού και διαπάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scacchiera].