σκάλεθρο

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α
εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
νεοελλ.
μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρον)].