τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.
-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].