Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκασιάρχης

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κάνει σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης].