σκασιάρχης
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που κάνει σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης].
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
ο, Ν
αυτός που κάνει σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης].