ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ο, Ναυτός που κάνει σκασιαρχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης].