σκατό
Greek Monolingual
το, Ν
1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο
2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο»)
3. στον πληθ. «σκατά» — χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης
4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» — λέγεται για πράγματα που είναι εντελώς ανάξια λόγου
5. παροιμ. «τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε» — λέγεται για να δείξει πως οι συκοφαντίες δεν θίγουν τους αθώους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκατό έχει σχηματιστεί από τον πληθ. σκατά του αρχ. σκώρ, σκατός (πρβλ. κέρατο < κέρατα, πληθ. του κέρας, -ατος)].