σταλιά

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα
2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό»)
3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξιά)].