σκευαγωγά

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Russian (Dvoretsky)

σκευᾰγωγά: τά вьючные животные (σ. καὶ ἅμοιξαι Plut.).