σκληρόκαρδος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος.
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-η, -ο, Ν
σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος.