σκοπιάω

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

German (Pape)

[Seite 903] spätere, bloß poet. Form statt σκοπιάζω, σκοπίασκον Qu. Sm. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιάω: μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., σκοπίασκον Κόϊντ. Σμ. 2. 6 (ἕτεροι -ίαζον).