σκοπιάω

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

German (Pape)

[Seite 903] spätere, bloß poet. Form statt σκοπιάζω, σκοπίασκον Qu. Sm. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιάω: μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., σκοπίασκον Κόϊντ. Σμ. 2. 6 (ἕτεροι -ίαζον).