σκούριασμα

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

το, Ν σκουριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκουριάζω, κάλυψη κάποιας επιφάνειας με σκουριά, οξείδωση.