σμηνίας

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

ο, Ν
βαθμός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό του λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + κατάλ. -ίας (πρβλ. λοχίας)].