σπάλα

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωοτ. το οστό της ωμοπλάτης
2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού του σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό της ωμοπλάτης
3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» — τεμάχιο χοιρινού κρέατος το οποίο έχει ως ανατομική βάση την ωμοπλάτη και μερικές φορές και τον βραχίονα
β) «αρνήσια σπάλα» — τεμάχιο πρόβειου κρέατος το οποίο έχει ως οστέινη βάση την ωμοπλάτη, το βραχιόνιο, την κερκίδα και την ωλένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spalla < λατ. spatula < σπάθη.