κερκίδα

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

και κερκίς η (ΑΜ κερκίς, -ίδος)
1. εργαλείο του αρχαίου όρθιου και του νεώτερου οριζόντιου υφαντικού ιστού του αργαλειού, που χρησιμεύει για να διαπερνά το υφάδι διά μέσου τών νημάτων του στημονιού, κν. σαΐτα
(α. «ὑφ' αἱματηραῑς χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκμαῖσιν», Σοφ.
β. «χρυσείῃ κερκίδι ὕφαινεν», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' άλλη ερμ. για την κερκίδα του αρχαίου υφαντικού ιστού) η ράβδος με την οποία έκρουαν τα νήματα του υφαδιού για να γίνει το ύφασμα πυκνό, κρουστό
3. το μικρότερο από τα δύο επιμήκη οστά του αντιβραχίου, του πήχη του χεριού, δίπλα στην ωλένη
4. καθεμιά από τις μεταξύ δύο κλιμάκων σειρές καθισμάτων αρχαίου θεάτρου ή αρχαίου και σημερινού σταδίου
νεοελλ.
1. εργαλείο όμοιο με την υφαντική κερκίδα, με το οποίο πλέκονται τα δίχτια
2. το πηνίο και η θήκη της δεύτερης κλωστής της ραπτομηχανής, κν. βαρκούλα
3. ναυτ. κυρτό και πλατύ ξύλο που στηρίζει τα δρύφακτα τών μεγάλων ιστιοφόρων τα οποία έχουν φάλκη στο πρωραίο άκρο, κν. σαΐτα
αρχ.
1. κάθε λεπτή, μακριά και ευθεία ράβδος από ξύλο, ελεφαντοστό κ.λπ.
2. το καρφί, ο μικρός πάσσαλος με τον οποίο στηριζόταν το μεσάβοιον ή μέσαβον στον ζυγό
3. ράβδος για μέτρηση
4. περόνη, χτένα για τη συγκράτηση τών μαλλιών
5. το μεγαλύτερο από τα δύο οστά της κνήμης και συνεκδ. όλη η κνήμη του ποδιού («ὑφ' οὗ τὸ τῆς κερκίδος ὀστέον ἀποθραυσθὲν ἐξέπεσε», Πλούτ.)
6. επιγρ. πιθ. ο γνώμονας του ηλιακού ωρολογίου
7. όργανο του σώματος του ψαριού νάρκη με το οποίο αυτή προκαλεί ηλεκτρική εκκένωση, για να παραλύσει ή θανατώσει τη λεία της
8. ραβδί για ανακάτεμα υγρών
9. σιδερένιο καρφί
10. είδος λεύκας
11. το λεγόμενο δέντρο του Ιούδα, κερκίς η κοινή, η ξυλοκερατιά
12. το φυτό ψευδοβρυωνία η κρητική, το αγριόκλημα
13. κώνος πεύκου, κουκουνάρι
14. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού
15. φρ. «καμπύλοχοι κερκίδες» — το άροτρο (Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος, του οποίου η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «ραβδί», + υποκορ. κατάλ. -ις, (πρβλ. ακατίς, γλωσσίς). Χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος με διάφορες σημασίες, όπως «σαΐτα του αργαλειού», «οστό του χεριού», «τμήμα τών καθισμάτων σταδίου» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κερκιδιαίον, κερκίζω
αρχ.-μσν.
κερκίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κερκιδοποιική, κερκιδοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. παρακερκίς.