Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπιρούνισμα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και σπηρούνισμα, το, Ν σπιρουνίζω
1. η κέντηση, το χτύπημα του αλόγου με το σπιρούνι
2. μτφ. έντονη προτροπή, παρακίνηση.